πρωτοτοκία — πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc/acc dual πρωτοτοκίᾱ , πρωτοτοκία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόκια — rights of the first born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκία — η, ΝΜΑ [πρωτότοκος / πρωτοτόκος] 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα 2. το να είναι κανείς πρωτότοκος … Dictionary of Greek
πρωτοτοκία — η 1. ο πρώτος τοκετός, η πρώτη γέννα. 2. το να γεννηθεί κανείς πρώτος, το να είναι πρωτότοκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτόκια — τα τα δικαιώματα του πρωτότοκου τέκνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτοκίας — πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem acc pl πρωτοτοκίᾱς , πρωτοτοκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίαν — πρωτοτοκίᾱν , πρωτοτοκία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκιῶν — πρωτοτοκία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίοις — πρωτοτόκια rights of the first born neut dat pl πρωτοτοκέω bear pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτοκίων — πρωτοτόκια rights of the first born neut gen pl πρωτοτοκέω bear pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)